ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ

άρθρο δημοσιευθέν στην εφημερίδα «Κοινωνική»)

      

      Το κυρίαρχο ζητούμενο  της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης είναι η υπέρβαση των παθογενειών που χαρακτηρίζουν το σύστημα διακυβέρνησης της χώρας. Μια σημαντική τέτοια παθογένεια συνιστά ο υπερβολικά πρωθυπουργοκεντρικός χαρακτήρας του πολιτεύματός μας. Πρέπει, συνεπώς, να υπάρξει  θέσπιση θεσμικών αντιβάρων που θα αμβλύνουν το χαρακτήρα αυτό, με σπουδαιότερο από αυτά την  ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Έτσι θα υπάρξει ένα πιο ισορροπημένο σύστημα διακυβέρνησης, προς όφελος της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.

     Παρά το γεγονός ότι η αναθεώρηση ξεκίνησε με σφοδρή  αντιπαράθεση Κυβέρνησης-Αντιπολίτευσης, απόρροια του προεκλογικού χρόνου που αυτή επιχειρείται, ωριμάζει όλο και περισσότερο η ιδέα στην κοινωνία για συναινετική λειτουργία των κομμάτων, ενόψει του κοινού στόχου της ανάκαμψης της χώρας και της εξόδου από την βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση.

     Το αίτημα αυτό για μια περισσότερο συναινετική δημοκρατία μέσω αντιβάρων, εκφράζεται  με τη διατύπωση είτε ριζικών, είτε βελτιωτικών προτάσεων σχετικά με την αναβάθμιση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, προκειμένου να εξισορροπηθούν εκείνες του Πρωθυπουργού και της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου, προτείνεται με δύο κυρίως εκδοχές. Μια που αποσκοπεί στην ανάδειξη του Προέδρου ως νέου διακριτού πόλου της εκτελεστικής εξουσίας, με άμεση εκλογή από το λαό και με δραστική ενίσχυση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων και μια που προτείνει απλώς την ανάθεση στον Πρόεδρο μιας σειράς αρμοδιοτήτων που ενισχύουν το ρόλο του ως ρυθμιστή του πολιτεύματος (μέσω π.χ. της θεσμοθέτησης της συμμετοχής του στην ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών, της αρμοδιότητας για τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών κ.α.), χωρίς όμως να του αναγνωρίζεται ενεργότερος πολιτικός ρόλος και χωρίς να εκλέγεται από το λαό.      

       Το άρθρο 110 του Συντάγματος καθορίζει τα ουσιαστικά όρια της συνταγματικής αναθεώρησης. Συγκεκριμένα, οι όποιες αλλαγές δεν πρέπει να θίγουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματός μας ως προεδρευομένης δημοκρατίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί η εισαγωγή στοιχείων ημιπροεδρικής ή προεδρικής δημοκρατίας με τη συνταγματική αναθεώρηση. Η θέσπιση όμως από μόνη της  της άμεσης   εκλογής του Προέδρου από το λαό, δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ένα πολίτευμα ως προεδρικό. Κάτι τέτοιο θα ισχύει όταν  υπάρξει ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ισοδυναμεί με πλήρη αποκατάσταση των υπερεξουσιών  που προέβλεπε το Σύνταγμα του 1975, όπως π.χ. η παύση της κυβέρνησης ή η διάλυση της Βουλής λόγω δυσαρμονίας.    

       Συμπερασματικά, η μόνη θεμιτή λύση για να μη θεωρηθεί η Βουλή ότι αλλοιώνει τη μορφή του πολιτεύματος, είναι να αναγνωρίσει σε έναν άμεσα εκλεγόμενο Πρόεδρο ήπια μόνο ρυθμιστικά αντίβαρα της εξουσίας, που δεν θα συνεπάγονται δραστικούς περιορισμούς της εξουσίας της κυβέρνησης.